Με την Μάρη και την Κωνσταντίνα αποφασίσαμε όλοι μαζί να επισκεφθούμε για ελεύθερο κάμπινγκ το νησάκι Κάλαμος. Δε θυμάμαι ποιανού ιδέα ήταν, μάλλον της Κωνσταντίνας.
Φερυμπότ από την Πάτρα για Αντίριο και από εκεί για Μύτικα για να πάρουμε το μικρό καραβάκι που σε πάει στον Κάλαμο.
Όταν φτάσαμε στον Μύτικα και έβλεπα απέναντί μου τον Κάλαμο, μου θύμιζε πολύ την Σαμοθράκη. Είναι ένα καταπράσινο νησί που υψώνεται απότομα και αναδύεται από την θάλασσα.
Μετά από περίπου μισή ώρα αποβιβαστήκαμε στο νησί και προορισμός μας για ελεύθερη κατασκήνωση η παραλία Μυρτιά. Τρόπος μεταφοράς όμως από το λιμανάκι μέχρι την παραλία αυτή δεν υπάρχει,εκτός εάν περπατήσεις κάτω από τον καυτό ήλιο στη ζέστα του καλοκαιριού για περίπου σαρράντα λεπτά ή πάρεις κάποιο από τα πειρατικά ταξί του νησιού με το αντίτιμο των πέντε ευρώ. Εμείς δεν κάναμε τίποτα από τα δύο, θα σου εξηγήσω.
Αφού λοιπόν αποβιβαστήκαμε, όπως προείπα, ψάχναμε για ταξί επειδή κουβαλούσαμε και τον εξοπλισμό διανυκτέρευσης. Ταξί βέβαια δεν βρίσκαμε πουθενά, άκαρπες όλες οι προσπάθειες. Ρωτάω καποιον γύρο στα εξήντα πως πάω για την παραλία Μυρτιά, αυτός αντιλήφθηκε πως πάμε για ελεύθερη κατασκήνωση και η συμπεριφορά του ήταν κάπως επιθετική και αφιλόξενη.
Αντικρίζω έναν άλλο τύπο με ένα πούρο στο στόμα, δυκάβαλο με την γυναίκα του πάνω σε ένα μηχανάκι, του μίλησα και αυτός πήρε τηλέφωνο κάποιον που γνώρίζε για να έρθει να μας μεταφέρει.
- "Περιμένετε εδώ, μας είπε, σε λίγη ώρα θα έρθει να σας παραλάβει.
Τα λεπτά περνούσαν αλλά κανένας δεν εμφανιζόταν στο σημείο που περιμέναμε.
Δε μπορούσα να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια περιμένοντας το τίποτα.
Το μάτι μου παρατηρεί μια βαρκούλα που κατεύθανε στο λιμανάκι. Πλησιάζω την βάρκα ενώ είχε αποβιβάσει δύο κοπέλες και την ώρα που έδενε τον ρώτησα εάν μπορεί να μας μεταφέρει στην παραλία που θέλαμε αφού ήταν σχετικά πολύ κοντινότερα μέσω θάλασσας και πόσα χρήματα θέλει για την μεταφορά μας. Ο Κώστας λοιπόν δέχτηκε να μας μεταφέρει χωρίς αντίτιμο.
Μετανάστης από την Αλβανία, μόλις είχε αποβιβάσει τις δυο του κόρες οι οποίες είχαν τελειώσει την εξετασική τους στην Αθήνα και τώρα θα έρχονταν να ξανασμίξουν με την οικογένεια τους στο νησί. Απ΄ότι θυμάμαι η μία σπούδαζε ψυχολογία. Ο Κώστας στο νησί κάνει όλες τις δουλείες για να βιοπορίσει την οικογένεια του. Όπως ο ίδιος μου εξήγησε, ένιωθε την ανάγκη που μπορεί να έχει κάποιος άλλος συνάνθρωπος για βοήθεια και όσο μπορεί την μοιράζει απλόχερα.
Δεν γνωρίζω και ούτε έμαθα εκ των υστέρων εάν το ταξί εμφανίστηκε κάποτε.
Η βάρκα προσάραξε μετά από δέκα λεπτά στην ακτή της Μυρτιάς. Αρχίσαμε να ψάχνουμε σκιά για να στύσουμε τις σκηνές. Όλες οι σκιές ήταν πιασμένες. Το μεγάλο πεύκο στην άκρη της παραλίας επίσης πιασμένο, αλλά η τριμελής οικογένεια που καθόταν εκεί μας έδωσε λίγο χώρο δίπλα τους.
Ψωμί με ταχίνι και κριτσίνια για να πάρω τα πάνω μου.
Φτάνοντας το σούρουπο κάναμε μια βόλτα με τα πόδια από την παραλία στο χωριό. Αν και περασμένη η ώρα,η ζέστη ήταν αφόρητη. Η διαδρομή όμως μέσα στη νύχτα στα δρομάκια του νησιού είναι πάρα πολύ όμορφη.
Βρήκαμε το μοναδικό παντοπωλείο που δεν είχε κλείσει μέχρι εκείνη την ώρα και αγοράσαμε κάποια φρούτα, ούζο, πάγο και λεμονάδα. Αράξαμε και οι τρείς δίπλα από τη σκηνή μου μέχρι που μας πήρε ο ύπνος ύστερα από πολύωρη κουβέντα.
Επτά και μισή το πρωί ο ήλιος έιχε ήδη χτυπήσει την σκηνή μου. Ήμουν ο πρώτος που είχε ξυπνήσει από όλους τους κατασκηνωτές της παραλίας. Ο ήλιος έκαιγε και η θερμοκρασία αρκετά υψηλή. Τρία μόλις βήματα από την σκηνή μου και βουτιά στη θάλασσα. Σε λίγη ώρα έχουν ξυπνήσει όλοι στην παραλία και βουτούν και αυτοί με την σειρά τους.
Ταχίνι και ψωμί για πρωινό.
[...] Μετά από περίπου πενήντα λεπτά τα χρώματα τις θάλασσας έγιναν πιο έντονα. Έντονα ήταν και τα χρώματα του πευκοδάσους αντικριστά της παραλίας. Παρατηρούσα τις άκρες από τις πευκοβελόνες, η κίνηση τους έμοιαζε με αυτήν μιας θαλάσσιας ανεμώνας. Όλο το πευκοδάσος κινούνταν σαν να ανέπνεε ένας τεράστιος πνεύμονας.
Εϊχε έρθει μια παρέα νεαρών με μια βάρκα και είχαν προσαράξει δίπλα μου. Με κέρασαν ένα ωραίο καρπούζι και ροδάκινα.
Ξαφνικά άρχισε να συννεφιάζει με πυκνά σύννεφα να κατακλύζουν το νησάκι και σε πολύ λιγότερο ήρθαν οι πρώτες ψυχάλες όπου έγιναν βροχή. Σε λίγο όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι να συμμαζεψουν ό,τι μπορούσαν από την καταιγίδα που ξέσπασε. Η σκηνή μου άρχισε να μπάζει νερά αλλά το μόνο που με ένοιαζε ήταν να μην βραχεί το παρόν ημερολόγιο.
Η καταιγίδα σάρωνε τα πάντα και ο πανικός διάσπαρτος στους κατασκηνωτές για να περισώσουν ό,τι μπορούσαν ακόμα και με σακούλες μια χρήσης ως αδιάβροχα.
Τότε ήταν που πλησιάσα τον Γιώργο και την Αλεξάνδρα και τους ζήτησα το sap. Με κοίταξαν αρχικά με απορία, η Αλεξάνδρα έβαλε τα γέλια, είχε μια έκφραση στο πρόσωπο της "αυτός είναι τρελός".
Ξεχύθηκα με την σανίδα στην θάλασσα μέσα στην καρδιά της καταιγίδας. Απίστευτα χρώματα γαλάζιου, μπλε και πράσινου. Παντού η μυρωδιά του πεύκου και του ρετσινιού, η βροχή να χτυπάει στο πρόσωπο μου, στο δέρμα μου, να νιώθω κάθε σταγόνα, αξέχαστες στιγμές. Ο μοναδικός άνθρωπος στη θάλασσα. Οι κατασκηνωτές απλά να χαζεύουν από τις χαραμάδες και να με βλέπουν να φλερτάρω με κάποιον κεραυνό που απλά δεν έτυχε να με διαπεράσει. Πριν μπω στη θάλασσα είχα βάλει μουσική στο ηχείο με κατάλληλη για την περίσταση μουσική υπόκρουση να με συνοδεύει σε ότι το μυαλό μου ζούσε.
Η καταιγίδα κόπασε μετά από μιά ώρα περίπου. Το βράδυ ήρθε και καθήσαμε με τους γείτονες, τον Γιώργο και την Λέτα, να πιούμε ένα ουζάκι στην ακροθαλασσιά.
Κοιμήθηκα έξω από την σκηνή μου,στα βότσαλα της παραλίας πάνω στο στρωματάκι που κουβαλάω πάντα μαζί μου. Ξύπνησα από τα βήματα της Κωνσταντίνας που περπατούσε λίγο πιο πέρα. Ο καιρός ζεστός αλλά είχα πληροφορηθεί πως από το απόγευμα ο καιρός θα χαλούσε ξανά. Μάζεψα λοιπόν την σκηνή μου για να είμαι έτοιμος, δεν ήθελα κι άλλες βροχερές εκπλήξεις. Βρήκα το τηλέφωνο του οδηγού ταξί και τον κάλεσα να έρθει να μας πάρει κατα τις πέντε το απόγευμα για να πάρουμε το καραβάκι του γυρισμού. Αυτή τη φορά ήρθε.
Το νησάκι αυτό θα το βρείτε εδώ.
Comments