Έχω βρεθεί στη Λέσβο και κάνω τον γύρο του νησιού με ένα μηχανάκι. Ναι, από την μία άκρη του νησιού μέχρι την άλλη για να μπορώ να έχω ολοκληρωμένη άποψη για το νησί. Οι ντόπιοι με ρωτάνε αν είμαι τρελός αφού μέσα σε ένα απόγευμα έκανα μέχρι και 100χλμ περιπλανώμενος από εδώ και από κει.
Από τον υπέροχο Μόλυβο μέχρι το Τάρτι. Από το Πλωμάρι, που περνώντας τα ρουθούνια σου οσφραίνονται το ούζο, μέχρι το Σίγρι και τη Σκάλα Καλλονής. Από το απολιθωμένο δάσος μέχρι την παραλία με την κόκκινη άμμο. Από το μικρό εκκλησάκι της Παναγιάς της Κρυφτής με τις καυτές πηγές μέχρι τα Βατερά και τη Σκάλα Σηκαμινέας. Τί να πρωτοπώ για αυτόν τον υπέροχο τόπο;
Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου, το νησί αυτό δεν το είχα σε μεγάλη εκτίμηση. Από τότε όμως αυτό μου έγινε μάθημα καθώς δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας καταβάλουν προκαταλήψεις για έναν τόπο που δεν έχουμε καν επισκεφθεί. Η Λέσβος είναι υπέροχο μέρος και αξίζει φίλε μου αναγνώστη να το επισκεφθείς.
Βρίσκομαι λοιπόν ένα μεσημέρι στον φίλο μου τον Παναγιώτη τον Βερβέρη από το Πλωμάρι στο Πλωμάρι. Ήπιαμε ένα ουζάκι από την γνωστή εκεί τοπική παραγωγή και φεύγοντας για να γυρίσω πίσω στη Μυτιλήνη μου έκανε λόγο για ένα "εστιατόριο" διαφορετικό από τα άλλα.
Μου έδωσε στα πεταχτά κάποιες οδηγίες για το πώς θα βρεθώ εκεί μιας και αν δεν το ξέρεις το μέρος δεν μπορείς με τίποτα να το βρεις.
Σταμάτησα με το μηχανάκι πάνω με μια στροφή στην επαρχιακή οδό Μυτιλήνης - Σκοπέλου και συγκεκριμένα στο ύψος της παραλίας Λευκάκια. Κατέβηκα από το μηχανάκι με δισταγμό αφού το μόνο που ακολουθούσα ήταν οι προφορικές οδηγίες του Παναγιώτη. Περπάτησα προς την άκρη του δρόμου και έκανα στην άκρη τα κλαδιά μια μεγάλης κλαίουσας στη προσπάθεια μου να ανακαλύψω εάν υπάρχει τουλάχιστον κάτι από πίσω μιας και δεν βλέπεις πραγματικά τίποτα από το δρόμο. Σαν να βρίσκομαι σε ζούγκλα συνεχίζω να κάνω στην άκρη φύλλα και κλαδιά μέχρι που ξεπρόβαλε μπροστά μου ένας υπέροχος κόλπος με ήρεμα νερά και παραδεισένιο τοπίο.
Φοίνικες, καλάμια, λεύκες και τα κρυστάλλινα νερά δημιουργούν ένα εξωτικό τοπίο το οποίο θυμίζει πιο πολύ τροπικές χώρες παρά Ελλάδα. Εκεί λοιπόν ο κυρ Παναής έχει το ησυχαστήριο του, έτσι μου το αποκάλεσε ο γιός του, ο Πανσέληνος Χαραλαμπέλης.
Κάθισα σε ένα τραπεζάκι στην ακροθαλασσιά. Μετά από λίγο με πλησίασε ο κυρ Παναής και με ρώτησε με σπαστή και σιγανή φωνή αν θα φάω κάτι. Του λέω ναι. Θα πιεις κάτι; Απαντάω ξανά, ναι, μια μπύρα.
Δεν του είπα τί θέλω να φάω. Στο στέκι του Παναή δεν υπάρχει μενού όυτε τιμοκατάλογος. Όσο πεινάς του λες να φέρει και αυτός φέρνει. Την ώρα της πληρωμής δε θα σου ζητήσει κάποιο συγκεκριμένο ποσό. Θα δώσεις αυτό που μπορείς, αυτό που νιώθεις πως πρέπει να δώσεις.
Απαλλαγμένο από κάθε εμπορικό και μαρκετινίστικο χαρακτήρα. Με σπιτική και φιλόξενη ζεστασιά, το στέκι του Παναή θα σε καλωσορίσει να απολαύσεις στιγμές δίπλα στο κύμα και αν έχει και λίγο αεράκι θα μπείς λίγο παραμέσα, μπορεί να παίζει κάποιος μπουζούκι.
Η ιστορία του κυρ Παναή.
Γεννημένος το 1945. Γιος της Δέσποινας και του Δημήτρη με καταγωγή από το Αϊβαλί και την Λέσβο αντίστοιχα. Παντρεμένος με την Ελευθερία. Άνοιξε το πρώτο του εστιατόριο στην Αθήνα. Πολύ γρήγορα επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα, του τη Λέσβο, όπου άνοιξε ξανά εστιατόριο στην περιοχή Πηγαδάκια και το ονόμασε στέκι όπου δεν υπήρχε ούτε μια μέρα, ακόμα και καθημερινή, που να μην είναι γεμάτο το μαγαζί.
Γνωστός για τις περιβόητες παραμάνες, ποικιλία μεζέδων αποτελούμενη από 25 πιάτα. Το φαγητό για τον ίδιο αποτελεί ιεροτελεστία, ένα μοίρασμα γεύσης. Φέρνει την κουβέντα και ύστερα τους ανθρώπου κοντά όπως ο ίδιος αναφέρει.
Ύστερα μετέφερε το στέκι του στην περιοχή Πευκάκια. Οι διαμάχες όμως με μερικούς ντόπιους τον έκαναν να αποτραβηχτεί από το χώρο της εστίασης.
Χανόταν μόνος του στην παραλία στα Λευκάκια και συλλογιζόταν, στο τωρινό του στέκι δηλαδή. Εκεί τον έβλεπε μια ηλικιωμένη γυναίκα στην οποία άνηκε το κτήμα μεγέθους 7 στρεμμάτων. Τότε η γιαγιά τον ρώτησε αν θέλει να το αγοράσει.
-Δεν έχω τόσα χρήματα, της αποκρίθηκε.
-Θα στο δώσω φτηνά.
Το 1987 ο Παναής πουλάει μια προπολεμική BMW μοτοσυκλέτα και μια βάρκα που είχε και αγοράζει αυτό το κομμάτι Γης που τόσο αγαπούσε. Έφτιαξε μια πέτρινη βρύση για να αράζει εκεί με την ησυχία του μακριά από ανεπιθύμητους ανθρώπους.
Άνθρωπος της παρέας, της κιθάρας. Άνθρωπος του μπουζουκιού και του τραγουδιού. Ο κόσμος και οι παλιοί θαμώνες αρχίζουν να τον αναζητούν.
Έφτιαξε ένα μικρό φούρνο, έβαλε και μια ψευτοκαντίνα για να έρχονται οι φίλοι του να πίνουν κάνα ουζάκι.
Και παίξε μας και λίγο κιθάρα, και πες μας και ένα τραγούδι. Ο κόσμος σιγά σιγά άρχισε να ξαναμαζεύεται, αυτή τη φορά σε ένα ολότελα δικό του μέρος. Στο στέκι του Παναή.
Μέχρι και 40 άτομα σε ένα τραπέζι να τραγουδάνε όλοι μαζί και να γίνονται μια παρέα. Πές μου αλήθεια, σε πόσους χώρους εστιάσης έχεις δει να συμβάινει αυτό;
Το 2000 αναγκάστηκε σε επέμβαση αφαίρεσης φωνητικών χορδών και λάρυγγα. Έκανε τραχειοτομή και πλέον μιλάει με την χρήση μιας συσκευής ακουμπώντας την στο σημείο του λαιμού. Τίποτα όμως από αυτά δεν τον εμπόδισε να συνεχίζει να κάνει αυτό που αγαπά.
Είναι τέτοιο το μεγαλείο ψυχής του κυρ Παναή που αν σε αντικρίσει για πρώτη φορά στο στέκι του δεν θα σου μιλήσει με τη χρήση της συσκευής πιθανόν για να μην σε τρομάξει. Έτσι έκανε και με εμένα. Προσπαθούσε με την χρήση του αέρα να δημιουργήσει τις λέξεις για να σου μιλήσει αλλά αυτό θέλει μεγαλύτερο κόπο.
Ο κόσμος δεν άφησε τον πατέρα μου να σταματήσει να κάνει αυτό που λατρεύει, μου λέει χαρακτηριστικά ο Πανσέληνος.
Πώς θα πάω εκεί;
Αξίζει να επισκεφθείς το στέκι του Παναή όταν βρεθείς στη Λέσβο.
Πατώντας εδώ θα μπορέσεις να βάλεις το στίγμα στον χάρτη σου. Μην ξεχάσεις να μου στείλεις μια φωτογραφία και να μου πεις αν σου άρεσε το μέρος!
Comments