[...]Λόγω της γιορτής του Πάσχα όλοι οι κρατούμενοι είχαν μεταφερθεί στις φυλακές για τις οποίες ο καθένας προοριζόταν. 'Οπως εκ των υστέρων θα μάθαινα, εισαγγελέας και ανακριτής είχαν προαποφασίσει την προφυλάκιση μου χωρίς να τηρήσουν, ως όφειλαν, την νόμιμη διαδικασία, που προέβλεπε οτι ο κατηγορούμενος πρώτα πρέπει να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου, να αντικρούσει τις κατηγορίες αν το επιθυμεί και μετά να παρθεί η όποια απόφαση. Με προφυλάκισαν εκ των προτέρων και εν αγνοία μου, για να πάνε με τις οικογένειές τους στον προορισμό τους, όπου θα περνούσαν όμορφα τις γιορτές του Πάσχα. Ο πόνος σου, ευτυχία μου...
Έτσι, με προόριζαν για την φυλακή της Πάτρας, μα δεν πρόλαβαν. Λόγω γιορτών η φυλακή σταμάτησε τις παραλαβές κρατουμένων.
Αναγκαστικά θα πέρναγα το τριήμερο των γιορτών μόνος μου στην αίθουσα μεταγωγών. Ανήμερα του Πάσχα βάρδια έκανε ένας (νομίζω υπαστυνόμος), καμιά σαρανταριά χρονών, που αναθεμάτιζε την τύχη του γιατί ήταν αναγκασμένος να είναι υπηρεσία τέτοια μέρα εξαιτίας μου! Όταν όμως του εξήγησα την πλεκτάνη που μου στήσαν οι τρικαλινοί συνάδελφοί του με τους δικαστικούς λειτουργούς της Πάτρας, ξέχασε μονομιάς το δικό του πρόβλημα...
Στις τέσσερις έφτασε κάποιος άλλος για την αλλαγή βάρδιας...Δεν πέρασε μιά ώρα όταν τον είδα να μπαίνει στο γραφείο της βάρδιας κρατώντας δύο σακούλες στα χέρια του. Κάτι είπαν μεταξύ τους και κατόπιν ήρθαν μαζί στην κιγκλίδα. -Βασίλη! Σου έφερα αρνάκι ψητό στη σούβλα απ'το σπίτι μου. Και τσουρέκι, είπε ψυθιριστά, συνωμοτικά: Έβαλα και μπίρες! Τσιμουδιά!.
Δεν πρόλαβα να τον ευχαριστήσω κι έβγαλε από την τσέπη του δυο κόκκινα πασχαλιάτικα αυγά! Πέρασε το χέρι του μέσα από τα κάγκελα και μου έδωσε το ένα.
-Έλα χτύπα. Χριστός ανέστη!, αναφώνησε.
Δύο και πλέον μήνες μετά ξαναθρέθηκα στον ίδιο χώρο...Ξέροντας ότι κάποια στιγμή θα με καλούσαν για απολογία είχα προετοιμαστεί πολύ καλά για απόδραση. Αυτή θα ήταν η ηχηρή απάντησή μου στις εύλογες αργοπορημένες απορίες τους. Είχα μαζί μου ένα κλειδάκι χειροπέδας και από φυσική κατάσταση ήμουν στη καλύτερη φάση μου. Πληροφορήθηκα από άλλους κρατούμενους ότι τα δικαστήρια ήταν κοντά, διακόσια-τριακόσια μέτρα απ'το μεταγωγών. Τίς περισότερες φορές τους κρατούμενους που ήταν για ανακριτή και εισαγγελέα τους πήγαιναν συνοδεία με τα πόδια. Δεν θα άφηνα τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη. Κάποια στιγμή άκουσα τη μεταλλική φωνή του κράχτη.
-Παλαιοκώστααας...Ποιός είναι?
-Εγώ!
-Έλα έξω. Ανακριτή...Άνοιξέ την πόρτα και βγήκα.
Ο μισθωτός υπηρέτης του καλόυ μου πέρασε χειροπέδες ( μπροστά τα χέρια) και με οδήγησε έξω απ'τα γραφεία όπου ένας γνώριμος έκανε την εμφάνισή του. Ήταν ο υπαστυνόμος που μου κράτησε το Πάσχα συντροφιά και μου έφερε το σπιτικό αρνί! Δε με αναγνώρισε. Τόσοι περνάνε από το μεταγωγών. Είχα πλέον δύο μηνών γένια. Ούτε και εγώ του το θύμισα. Θα ήτανο ένας από τους δύο συνοδούς μου μέχρι τα δικαστήρια κι αυτό δεν μου άρεσε καθόλου.
-Πάμε συνάδελφε?-φύγαμε...
Κατεβήκαμε τα σκαλιά και σταθήκαμε στη είσοδο του μεταγωγών. Ο υπαστυνόμος κοίταξε τον συνάδελφό του:
-Άσ'το μωρέ...Θα τον πάω εγώ.
-Είσαι σίγουρος? Μην σου φύγει.
-Πού θα πάει? Καλό παιδί φαίνεται...
Άλλο που δεν ήθελε ο νεότερος, εξαφανίστηκε τρέχοντας στη κυλιόμενη σκάλα. Μείναμε μόνοι. Με σκάναρε από πάνω ως κάτω και με ψαρωτικό ύφος με ρωτά:
-Γιατί είσαι μέσα?
-Ούτε και εγώ ξέρω!Με ξανασκανάρει...
Εντέλει βγάζει μια αρμαθιά κλειδιά απ'τη ζώνη του, διαλέγει αυτό για χειροπέδες, τις ξεκλειδώνει και τις βγάζει από τα χέρια μου!
-Δεν είναι καλό να σε βλέπει ο κόσμος με χειροπέδες! Άντε...Προχώρα και θα σε ακολουθώ, τον ακούω να μου λέει.
Έμεινα... Το μυαλό μου σταμάτησε να λειτουργεί για λίγο. Είχα συνηθίσει τις γενναιόδωρες εκπλήξεις που πάντα μου επιφύλλασε η ζωή, αλλά εδώ το τερμάτισε. Μου έστησε το πιο μπαμπέσικο και ταυτόχρονα το πιο έντιμο παιχνίδι της. Δοκίμαζε ξεδιάντροπα τα μύχια της ψυχής μου, την ποιότητά της. Με έφερνε αντιμέτωπο να συγκρουστώ με τον βαθύτερο συνειδησιακό μου κόσμο. Ο άνθρωπος που ανήμερα του Πάσχα, τελειώνοντας την βάρδια του στις τέσσερις πηγαίνει σπίτι του και αντί να καθήσει με την οικογένεια του στο τραπέζι επιστρέφει στο κρατητήριο για να δώσει λίγη χαρά σε έναν κρατούμενο, μάλλον είναι καλός άνθρωπος.
Όταν όμως ο ίδιος άνθρωπος ρισκάρει τη δουλειά του για να μην βλέπει ο κόσμος τις χειροπέδες στα χέρια του κρατουμένου που συνοδεύει, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για εξαιρετικό άνθρωπο!Άξιζε να πληρωθεί αυτή του η συμπεριφορά? Κι από μένα? Χωρίς χειροπέδες στα χέρια ένιωθα ελεύθερος. ο Συνοδός υπαστυνόμος ήταν αγύμναστος, σωματικά αδύναμος. Αν ξαφνικά έκανα ένα σπρίντ ή μια επίθεση αφοπλισμού για να του αποσπάσω το όπλο, δεν είχε καμιά τύχη.
Είχα προετοιμαστεί για απόδραση, μα το ξεκλέιδωμα της χειροπέδας ήταν άκρως δεσμευτικό για εμένα. Καθόλη την διάρκεια του πηγαινέλα και κατά τον χρόνο που περάσαμε στους διαδρόμους και τα γρφεία των δικαστηρίων, τα πόδια μου περίμεναν τη διαταγή να βγάλοuν φτερά, μα η συνείδησή μου ήταν αλυσοδεμένη.Ο προφανής λογικός αντίλογος ήταν ότι ο αστυνομικός αυτός υπηρετούσε το σύστημα και το έκανε με τον δικό του τρόπο!
Κι όταν πρόκειται για την ελευθερία δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί.Το διακύδευμα για μένα δεν ήταν ποιόν και τί υπηρετούσε ο αστυνομικός, αλλά αν εγώ θα του φερόμουν όπως έκανε εκείνος, ανθρώπινα. Ποιό θα ήταν το δικό μπου δείγμα γραφής σε αυτό τον άγριο κόσμο που πλέον έμπαινα συνειδητά γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει επιστροφή. Ποιός θα ήμουν και τί θα πρέσβευα. Αν ο αξιακός μου κώδικας θα μου επέτρεπε να κλέβω στα ζάρια για να φθάσω το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μέσα από τέτοια βιώματα που θέτουν ακραία προσωπικά διλήμματα που πρέπει να απαντηθούν με πράξεις, ακαριαία, δίχως πίστωση χρόνου, μου έμαθε να ακροβατώ η ζωή. Μια ακροβασία μεταξύ ενός επιτιθόμενου με στόχο την άλωση του συστήματος και ενός ρομαντικού εξεγερμένου που αρνείται να αλώσει την ίδια του την φύση. Μια πάλη μεταξύ σκοπού και μέσου, ποιός αγιάζει ποιόν.Μου το χρώσταγε όμως η ζωή, μετά από δύο περίπου μήνες μου το ξεπλήρωσε. Ή της το χρώσταγα και της το ξεπλήρωσα! Ποιός ξέρει...
Comments