Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022
Φεύγω από Πάτρα με την μηχανή. Το σακίδιο γεμάτο και βαρύ. Στάση για βενζίνη και για μια σακούλα τραχανά για την στιγμή του μαγειρέματος. Η αρχική σκέψη είναι διανυκτέρευση στο Λαγκούβαρδο για ένα Σαββατοκύριακο για σέρφινγκ καθώς είναι από τα λίγα μέρη στην Ελλάδα που μπορεί κάποιος να βρει κάποια κύματα για σερφ.
Πρώτη στάση στον Πύργο για ξεκούραση. Εκεί συνάντησα έναν φίλο από τα παλιά, τον Μάριο. Με υποδέχτηκε με χαρά και κάτσαμε κάμποση ώρα να πούμε τα νέα μας. Γενικότερα από το νομό Ηλείας έχω πολλές παιδικές αναμνήσεις και θεωρώ την φυσική του ομορφιά μοναδική.
Συνεχίζω το ταξίδι μου δυτικά φτάνοντας στα Φιλιατρά ή αλλιώς το μικρό Παρίσι και από την παρακάτω φωτογραφία θα καταλάβετε το γιατί.
Η παραλία του Λαγκούβαρδου απέχει περίπου δέκα λεπτά από τα Φιλιατρά. Έφτασα μπαίνοντας από την νότια είσοδο της παραλίας ψάχνοντας σημείο διανυκτέρευσης.
Η ματιά μου εντοπίζει έναν τύπο ο οποίος με κοιτούσε επίμονα. Δεν ξέρω το γιατί αλλά κατάλαβα αμέσως πως είναι κάτι παραπάνω από ντόπιος! Το βλέμμα του κατασκοπευτικό και με αυστηρό ύφος επιτήρησης. Μέτριο ανάστημα, με καράφλα, άσπρα γένια και μερικά δόντια να λείπουν.
Συνέχισα έως το τέρμα του χωματόδρομου μπας και βρω κάποιο βολικό σημείο αλλά τζίφος. Αναστροφή, πάλι πίσω και να τος πάλι μπροστά μου. Αυτή τη φορά έξω από το αυτοσχέδιο καλύβι που έχει φτιάξει για να ζεί χειμώνα-καλοκαίρι στον κόλπο του Λαγκούβαρδου.
Σταμάτησα, έσβησα για τον θόρυβο, τον χαιρέτησα και τον ρώτησα εάν υπάρχει κάποιο σημείο για να στήσω την σκηνή μου. Μου υπέδειξε κάνα δυο σημεία αφού πρώτα μου έκανε ξεκάθαρο πως δε θα επιτρέψει να αφεθούν σκουπίδια από κανέναν. Μου μιλούσε για αυτή την άτιμη φάρα των σέρφερ, όπως ο ίδιος την αποκαλούσε, και πως δεν έχει συναντήσει στα 57 του χρόνια τέτοιες συμπεριφορές ξανά. Το όνομα του δε θα το αποκαλύψω, δεν έχει κάποιο νόημα. Έτσι και αλλιώς αρκετά προβλήματα αντιμετωπίζει από διάφορους στους οποίους δεν αρέσει η διαμονή του εκεί.
Πιάσαμε την κουβέντα και αμέσως με προσκάλεσε στο καλύβι του για να πιούμε ένα ποτήρι κρασί αφού το μεσημέρι είχε φτάσει στο τέλος του και έδινε την σειρά του στο απόγευμα. Κατά την είσοδο μου στην αυλή του καλυβιού του με σταμάτησε με άγριες διαθέσεις ο Δίας, ένα ημίαιμο Λαμπραντόρ το οποίο γρύλιζε αλλά ταυτόχρονα κουνούσε την ουρά του παρουσία του ιδιοκτήτη του. Όταν πια με έμαθε πηδούσε επάνω μου με χαρά για να τον χαιδέψω.
Γεννημένος το 1965, σαν τον πατέρα μου, μου μιλούσε για της συγκυρίες της ζωής που το έφεραν εδώ, για την γυναίκα του και τα παιδιά του. Από την κουβέντα που είχαμε με συμπάθησε αρκετά έτσι ώστε να μου υποδείξει άλλο ένα σημείο για να στήσω την σκηνή μου λίγο πιο δίπλα από την καλύβα του. Το σημείο το είχε προστατέψει από του επίδοξους φράζοντας την είσοδο του με κλαδιά.
Με οδήγησε εκεί, έκανε στην άκρη τα κλαδιά αποκαλύπτοντας την κρυφή είσοδο η οποία οδηγούσε σε ένα υπερυψωμένο σημείο, ένα φυσικό μπαλκόνι ή μάλλον μια φυσική βεράντα με πανέμορφη θέα το ηλιοβασίλεμα και τον κόλπο του Λαγκούβαρδου. Μια πραγματικά πολύ ωραία καβάτζα. Το έδαφος στο σημείο αυτό όμως ήταν πολύ σκληρό και ήταν ο μόνος λόγος που δεν το επέλεξα.
Στην άκρη λοιπόν αυτής της βεράντας έιναι τοποθετημένο ένα εικονοστάσι, σαν αυτό που βλέπουμε κατα μήκος των εθνικών οδών στη μνήμη των θυμάτων της ασφάλτου. Μου έκανε περιέργεια αλλά δεν ρώτησα εκείνη τη στιγμή. Θα μάθω αύριο για αυτό.
Χαιρέτησα μετά από δυο ποτηράκια κρασί και κατέβηκα στην παραλία ακριβώς κάτω από το εικονοστάσι. Άφησα τα πράγματα μου πάνω στην πετσέτα και μου έπιασε την κουβέντα ένα ζευγάρι Γερμανών μιλώντας μου για τα αξιοθέατα και συγκεκριμένα για κάποιους καταρράκτες που κοσμούν την ευρύτερη περιοχή βάζοντας με σε σκέψεις εξερεύνησης της επόμενης ημέρας αφού στην παραλία τα κύματα ήταν άφαντα.
Άφησα τα πράγματα μου εκεί και περπάτησα έως την άλλη άκρη της παραλίας. Εκεί έχει ένα μαγαζί εστίασης και από εκεί πήρα ένα κλαμπ σάντουιτς. Γύρισα πίσω όπου είχα αφήσει τα πράγματα μου, έφαγα και κράτησα το τελευταίο κομμάτι για τον άνθρωπο της καλύβας. Πήγα και τον βρήκα να του δώσω το κομμάτι το οποίο και δέχτηκε αλλά και πάλι ξέχασα να ρωτήσω για το εικονοστάσι.
Η ώρα είχε περάσει και άρχισε να σουρουπώνει. Άναψα την λάμπα πετρελαίου, έστρωσα ένα σεντόνι που έχω μαζί μου και πάνω σε αυτό το υπόστρωμα για προστασία από την υγρασία της άμμου.
Κάπως έτσι και με το φακό κεφαλής γράφω αυτήν την ώρα αυτές της γραμμές. Σε μια ερημική παραλία χωρίς να με διακατέχει κανένα είδος φόβου παρά μόνο η επιθυμία μου για χαλάρωση και για τον ύπνο στο χώμα. Το μόνο που ακούγεται είναι το κυματάκι της Θάλασσας.
Σάββατο 2 Ιουλίου 2022
Ανοίγω τα μάτια μου στις 6 το πρωί χωρίς κάποιο λόγο, έχει αρχίσει να χαράζει. Μετά από λίγο ο ήλιος με ζεσταίνει και με κάνει να ιδρώνω μέσα στον υπνόσακο. Μάζεψα τα πράγματα μου γιατί σε λίγο θα έκανε ανυπόφορη ζέστη και πήγα να χαιρετίσω τον άνθρωπο της καλύβας καθώς και να του δώσω έναν αναπτήρα που μου είχε δανείσει από την προηγούμενη ημέρα για την λάμπα.
Με ρώτησε αν θέλω καφέ. Αρνήθηκα επειδή έπρεπε να συνεχίσω και γιατί δεν είμαι άνθρωπος του καφέ. Το μόνο που σκεφτόμουν είναι το που θα πάω τώρα μιας και η παραλία ούτε σήμερα θα έβγαζε κύματα και οι σκέψεις για σέρφινγκ πήγαιναν περίπατο.
Φεύγω λοιπόν και ενώ έχω απομακρυνθεί θυμάμαι πως ήθελα να ρωτήσω για το εικονοστάσι που είχα όλη νύχτα λίγο πιο πέρα από εμένα.
Η ιστορία πίσω από αυτό είναι μακάβρια και έχει να κάνει με έναν σέρφερ τον οποίο χτύπησε κεραυνός όσο βρισκόταν μέσα στη θάλασσα για σερφ. Μου είπε πως γενικά την περιοχή την χτυπούν πάρα πολλοί κεραυνοί και πως το πνεύμα του αδικοχαμένου παλικαριού τον επισκεπτόταν συχνά και έπιαναν την κουβέντα. Καμιά φορά του ζητούσε και τσιγάρο.
Ο άνθρωπος της καλύβας μου είπε επίσης πως δεν ήθελε να γνωρίζω πως ο σέρφερ μπορεί να επισκεπτόταν και εμένα εκείνο το βράδυ για να κουβεντιάσει μαζί μου επειδή μπορεί να τρόμαζα όταν θα τον αντίκριζα. Δεν μίλησα και πολύ μετά από αυτό....ανέβηκα στη μηχανή και έφυγα.
Βιντεο.
Comentários